-
1 ὄψον
ὄψον, τό,A cooked or otherwise prepared food, a made dish, eaten with bread and wine,ἐν δὲ.. σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν, ὄψα τε Od.3.480
;ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε.. οἴνοιο.., ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει 5.267
, cf.6.77, Il.9.489;παμπόνηρον ὄ. ὁ γέρανος Epich.87
;ἄρτον,.. οἶνον.., ὄψον Th.1.138
(taken in signf. 3 by D.S.11.57);ἄρτους,.. ὄψον.., οἶνον Pl.Grg. 518c
;ὄ. ὀπτόν Ar.Eq. 1106
, cf. Av. 900; ἐσθίουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄ. X.Mem.3.14.2, cf. 3.14.3; τῷ ὄ. ( cuisine) τε καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις ib.1.5.4;ὄ. ἕξουσιν, ἅλας τε δηλονότι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται Pl.R. 372c
; opp. τραγήματα, Clearch.65; ὄψα.. καὶ τραγήματα, ὄψα.. καὶ μύρα, Pl.R. 372e, 373a; Σικελικὴ ποικιλία ὄψου ib. 404d;φακῆν, ἥδιστον ὄψων Ar.Fr.23
; τὴν ἔγχελυν.. ὄψων μέγιστον the greatest of delicacies, Anaxandr.39.6; ὄ. δὲ ταὐτὸν ἀεί ποτε πᾶσίν ἐστιν, ὕειον κρέας ἑφθόν (in the Spartan φειδίτια) Dicaearch. Hist.23;εἷς ἄρτος, ὄ. ἰσχάς Philem.85
, cf. X.Cyr.1.2.8; [ τέχνη] ἡ τοῖς ὄ. ( dishes) τὰ ἡδύσματα (sauces, seasonings) [ ἀποδιδοῦσα μαγειρικὴ καλεῖται] Pl. R. 332d, cf. Tht. 175e, Plu.2.99d;ὄ. ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά X.Cyr. 6.2.31
;τοὺς παῖδας διδάσκομεν.. τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄ. τῇ δ' ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον Plu.2.99d
: metaph., ὄ. δὲ λόγοι φθονεροῖσι are a treat to the envious, Pi.N.8.21.2 relish, κρόμυον, ποτῷ ὄ. Il.11.630; κολλύραν.. καὶ κόνδυλον ὄ. ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle- sauce, Ar. Pax 123: metaph., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε 'hunger is the best sauce', X.Cyr.1.5.12; ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄ. Id.Mem.1.3.5;ὄ. τροφῆς τὸ πεινῆν Socr.
ap. Porph.Abst.3.26;οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr. 7.5.80
.3 at Athens, esp. fish, the chief delicacy of the Athenians (πολλῶν ὄντων ὄ. ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γε ὄψον καλεῖσθαι Plu.2.667f
, cf. Ath.7.276e); so in Pap., ὄ. as collective, = fish, PCair. Zen.82.17 (iii B. C.); in Hp.Mul.1.37 ὄψα θαλάσσια is v.l. (dub.). -
2 οψον
τό1) мясное блюдо, мясо(σῖτος καὴ οἶνος ὄψα τε Hom.)
2) закуска(κρόμυον, ποτῷ ὄ. Hom.)
3) рыбное блюдо, рыбаπολλῶν ὄντων ὄψων, ἐκνενίκηκεν ὅ ἰχθύς, μόνον ἢ μάλιστά γε, ὄ. καλεῖσθαι Plut. — хотя закусок много, но в конце концов закуской стала именоваться исключительно или преимущественно рыба
4) приправаοἱ ἅλες τῶν ἄλλων ὄψων ὄ. (sc. εἰσίν) Plut. — соль есть приправа ко (всем) прочим приправам;
οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς Xen. — труд - приправа к счастью5) тонкое кушанье, изысканное блюдо, лакомое яство(ὄψα καὴ τραγήματα Plat.)
6) продовольственный, преимущ. рыбный рынок(εἰς τοὖψον = τὸ ὄ. ἀφικέσθαι Aeschin.)
-
3 κρόμμυον
A onion, Allium Cepa,κρομύοιο λοπόν Od.19.233
;κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630
, cf. Hdt.2.125, 4.17; freq. in Ar., Lys. 798, etc.; κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Bias ap.D.L.1.83.2 τὰ κ. the onion-market, Eup.304.II κ. σχιστόν, a variety of Allium Cepa, shallot, Thphr.HP7.4.7. (Written κρόμμυον in PCair.Zen.269.4, 300.3, PSI4.332.13, PPetr.3p.328 (all iii B. C.), freq. in codd. (confirmed by metre in Ar., etc.);κρόμυον Hom.
ll.cc. (perh. metri gr.), POxy.1584.23 (ii A. D.), Stud.Pal. 22.75.8 (iii A. D.), etc.: prob. assim. fr. κρέμμυον, cf. place-nameΚρεμμυών B.17.24
, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρόμμυον
-
4 πότος
πότος, ὁ, das Trinken, der Trunk; κρόμυον πότῳ ὄψον, Il. 11, 630, wo jetzt richtiger ποτῷ steht; gew. das Trinkgelag, ἀλλήλοις συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ, Plat. Prot. 347 c; περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας, Rep. I, 329 a (so im plur., Lys. 16, 11; ἡ ἐν τοῖς πότοις ἐπιδεξιότης, Aesch. 2, 47;. Plut. Them. 3); Folgde, wie Pol. 5, 15, 2; παρὰ πότον, beim Trinkgelage, Strab. 7, 3, 8; Luc. Prom. 4 Amor. 24; πότος ἦν καὶ λόγος, Asin. 3, u. sonst.
-
5 ποτός
II Subst., [full] ποτόν, τό, that which one drinks, drink, esp. of wine,κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Il.1.470
, etc.;θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες Od.2.341
;κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630
; of wine, A.Pers. 615, S.Tr. 703;τῷ ποτῷ χρησαμένους Hdt.2.121
.δ'; σῖτα καὶ ποτά meat and drink, Id.5.34, X.An.2.3.27;βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp. 1110
;σιτία καὶ π. Pl.Prt. 334a
, etc.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский